- πρωτομαγιάτικος
- -η, -οαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Πρωτομαγιά: Πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση των εργατών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πρωτομαγιάτικος — η, ο, Ν [πρωτομαγιά] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρωτομαγιά ή αυτός που γίνεται κατά την πρωτομαγιά (α. «πρωτομαγιάτικο στεφάνι» β. «πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση»). επίρρ... πρωτομαγιάτικα Ν κατά την πρωτομαγιά … Dictionary of Greek